Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑ ΚΑΘΩΣΠΡΕΠΕΙ...
Η κυρία Καθωσπρέπει φόρεσε την πανάκριβη γούνα της, πήρε τη δερμάτινη τσάντα της και βγήκε καμαρωτή καμαρωτή από το γεμάτο λαμπιόνια σπίτι της, τραβώντας για την εκκλησιά.
Οι γειτόνισσες στάθηκαν και τη χάζευαν καθώς περπατούσε…
«Υπέροχη κυρία, κομψή, πάντα περιποιημένη, άριστη νοικοκυρά…να μπεις στο σπίτι της να δεις πόσες ετοιμασίες έκανε για τις γιορτές…μέσα στολισμένο και γεμάτο γλυκά και μεζέδες κι έξω ο κήπος της γεμάτος πολύχρωμα λαμπάκια στα δέντρα…ναι, ήρθαν και τα τοπικά κανάλια και τη βράβευσαν, και αύριο φεύγει με τον άντρα της για διακοπές χειμερινές…»
Η κυρία Καθωσπρέπει είχε συνηθίσει στα παινέματα, μιας και ολόκληρη τη ζωή της από το πρωί ώς το βράδυ, καθάριζε και συμμάζευε, γιατί αυτός θεωρούσε πως είναι ο προορισμός της μάνας και συζύγου…κι αν η μέση της πιανόταν από την υπερβολή, δεν την ένοιαζε , θα περνούσε, αρκεί όλα να ήταν στην εντέλεια.
Κι έπρεπε να είναι καθωσπρέπει σε όλα της. Και για να ξορκίσει το κακό μάτι, το ζηλόφθονο για την άνεση και την αφθονία της, έκανε και τις ελεημοσύνες της στους καημένους της ενορίας… Κάθε χρόνο, μάζευε τα ρούχα που δεν καταδεχόταν πια να φορέσει η ίδια, τα πακετάριζε, έβαζε και σε έναν φάκελο λίγα λεφτουδάκια και τα πήγαινε στον επίτροπο της εκκλησιάς.